- ὕπνοι
- ὕπνοςsleepmasc nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ὑπνοῖ — ὑπνάω pres opt act 3rd sg (attic epic doric) ὑπνόω put to sleep pres ind mp 2nd sg ὑπνόω put to sleep pres opt act 3rd sg ὑπνόω put to sleep pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ὕπνοι — Ὕπνος masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευανάσφαλτος — εὐανάσφαλτος, ον (Α) αυτός που αναλαμβάνει, αναρρωννύει εύκολα 2. φρ. «ύπνοι ευανάσφαλτοι» οι ύπνοι από τους οποίους εγείρεται κάποιος εύκολα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + ανα σφάλλω «αναρρωννύω»)] … Dictionary of Greek
SOMNIA — e Tellure nasci credita olim, χθὼν μῆτερ ὀνείρων, ô Tellus, mater Somniorum! Eurip. cuius rationem hanc reddit Scholiastes, εν μὲν τῆς γῆς αἱ τροφαι, εν δὲ τȏυ τροφῶν οἱ ὕπνοι, εν δὲ τȏυ ὕπνων οἱ ὄνειροι, E terra cibi, e cibis somni, e somnis… … Hofmann J. Lexicon universale
συλώ — συλῶ, άω, ΝΜΑ, και βοιωτ. τ. σουλώ Α λαφυραγωγώ, διαρπάζω, ιδίως ναούς κ.ά. ιερούς χώρους λεηλατώ (α. «σύλησαν τους ναούς και τα μοναστήρια» β.»ἄλλας ἐκκλησίας ἐσύλησε...», ΚΔ γ. «τὰ ἱερὰ συλήσαντες ἐνέπρησαν», Ηρόδ.) αρχ. 1. παίρνω τα όπλα και… … Dictionary of Greek
ωρίζω — Α (κατά τον Ησύχ.) (στο γ εν. πρόσ.) ὠρίζει «ὑπνοῑ, ὁμιλεῑ, φροντίζει, μεριμνᾷ, ἀδολεσχεῑ». [ΕΤΥΜΟΛ. < ὦρος «ύπνος». Το ερμήνευμα ωστόσο τού τ. που παραδίδει ο Ησύχιος «ομιλώ, φροντίζω» δείχνει σύγχυση τού τ. με το ρ. ὀαρίζω «γλυκομιλώ» και τα … Dictionary of Greek